- δισσοφυής
- δισσο-φῠής, ές,A of double nature, ib.14.97, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δισσοφυής — δισσοφυής, ές (Α) ο διφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + φυής < φυή ή φύος < φύομαι] … Dictionary of Greek
δισσοφυής — of double nature masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισσοφυῆ — δισσοφυής of double nature neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δισσοφυής of double nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δισσοφυής of double nature masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… … Dictionary of Greek